συνεδηλοῦτο

συνεδηλοῦτο
συνδηλόω
make altogether clear
imperf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνδηλώ — όω, Α [δηλῶ] 1. καθιστώ κάτι ολοφάνερο 2. παθ. συνδηλοῡμαι, όομαι α) είμαι ή γίνομαι πιο φανερός β) (ειδικά) γίνομαι πιο έντονος, αναδεικνύομαι («συνεδηλοῡτο [τὸ ἄχροον] τῷ μέλανι», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”